ψυχραίνω — ψυχραίνω, ψύχρανα βλ. πίν. 44 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ψυχραίνω — ψύχρανα, ψυχράθηκα, ψυχραμένος 1. κάνω κάτι ψυχρό, το κρυώνω, το παγώνω. 2. δυσαρεστώ, μειώνω το ζήλο, τον ενθουσιασμό: Μ έχεις ψυχράνει πολλές φορές. 3. φρ., «Ψύχρανε ο καιρός», ο καιρός έγινε ψυχρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψύχρανση — η / ψύχρανσις, άνσεως, ΝΜΑ [ψυχραίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψυχραίνω … Dictionary of Greek
устужаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = глаг. (греч. ἀναπαύω) простужаю, прохлаждаю (Сир. 18,… … Словарь церковнославянского языка
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
αιθριώ — αἰθριῶ ( άω) (Α) [αἰθρια] 1. εκθέτω στον αέρα, ψυχραίνω, δροσίζω 2. είμαι αίθριος, ανέφελος … Dictionary of Greek
αναψύχω — (Α ἀναψύχω) Ι. ενεργ. 1. ψυχραίνω, δροσίζω 2. ανακουφίζω, ξεκουράζω 3. παρηγορώ, ενθαρρύνω, διασκεδάζω κάποιον 4. (για πλοία) αφήνω στην ξηρά να στεγνώσουν II. παθ. ανακουφίζομαι, αναζωογονούμαι, δροσίζομαι … Dictionary of Greek
αψύχραντος — η ο αυτός που δεν έχει ψυχρανθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ψυχραίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στον Μιχ. Σχινά] … Dictionary of Greek
διαψύχω — (ΑΝ) κάνω κάτι να κρυώσει, ψυχραίνω, δροσίζω αρχ. 1. αερίζω, αποξηραίνω, στεγνώνω 2. (για φιλάργυρους) εκθέτω, παρουσιάζω κρυμμένους θησαυρούς 3. εξασθενίζω … Dictionary of Greek
δροσίζω — (AM δροσίζω) [δρόσος] 1. ραντίζω με σταγόνες δροσιάς, νοτίζω 2. κάνω κάτι δροσερό 3. προσφέρω ικανοποίηση, απόλαυση 4. γίνομαι δροσερός, ψυχραίνω («δρόσισε ο καιρός») μσν. 1. ανακουφίζω 2. κατευνάζω 3. ευνοώ 4. φωτίζω 5. (για τον θεό) ευλογώ 6.… … Dictionary of Greek